ωδή στην αισιοδοξία

Παλιά, με εκνεύριζε αφάνταστα η φράση «υπάρχουν και χειρότερα», και απαντούσα: «Πάντα θα υπάρχουν χειρότερα. Kαι τι πρέπει να γίνει δηλαδή. Να συμβιβαστώ με ότι έχω και να μην θέλω να κάνω τη ζωή μου καλύτερη;». Ακόμα το ίδιο πιστεύω είναι η αλήθεια.

Όμως υπάρχουν άνθρωποι, που δίνουν άλλη έννοια σε αυτή τη φράση. Όπως ο Νικ Βούισιτς. Γεννήθηκε στην Αυστραλία και ζει στο Λος Άντζελες. Δεν έχει χέρια και πόδια εκ γεννετής, το οποίο οφείλεται σε ένα σπάνιο φαινόμενο που λέγεται Phocomelia.

Στην ηλικία των 8 ετών έπεσε σε βαριά κατάθλιψη και στα 10 του έκανε απόπειρα αυτοκτονίας, γιατί δεν έβρισκε λόγο να ζει. Τελικά δεν τα κατάφερε, και με την υποστήριξη των γονιών του και των φίλων του το ξεπέρασε. Τότε, όπως λέει και ο ίδιος, διάβασε ένα άρθρο «για κάποιον παράλυτο που είχε πετύχει σπουδαία πράγματα». Από τότε είδε τη ζωή με άλλο μάτι. «Τότε ήταν που κατάλαβα για τι με προόριζε ο Θεός. Για να δώσω έμπνευση και σε άλλους ανθρώπους».

Τώρα ο Νικ γυρνάει τον κόσμο, και μιλάει σε συγκεντρώσεις, εμπνέει όσους τον ακούν, δείχνοντάς τους μια άλλη οπτική για τη ζωή:

«Εγώ ΕΙΜΑΙ τα χειρότερα. Αυτό δεν με εμποδίζει να κάνω τη ζωή μου καλύτερη όμως. Δεν είναι θέμα του τι έχεις, αλλά πως το χρησιμοποιείς».

το δικαίωμα να είσαι άνθρωπος

Ζούμε μια μεγάλη παγκόσμια κρίση. Δεν εννοώ μόνο οικονομική. Ζούμε μια εποχή, που όλοι από ό,τι βλέπω, συμφωνούμε τουλάχιστον στο ότι κάποιοι άλλοι έχουν χαράξει τη μοίρα μας στα πλαίσια ενός «μεγάλου σχεδίου», και οδηγούν την ανθρωπότητα προς την υλοποίησή του.

Το σχέδιο αυτό έχει πολλές επιπτώσεις στη ζωή μας. Την έχει αλλάξει δραματικά. Οι νέοι το καταλαβαίνουν και αγωνίζονται, αλλά πιστεύω ότι μόνο κάποιες ηλικίες (από τους μεσήλικες και πάνω) μπορούν πραγματικά να έχουν πλήρη εικόνα, λόγω του ότι έχουν παραστάσεις και από άλλες εποχές, καλύτερες από τη σημερινή.

Το θέμα μας είναι σήμερα ποιες επιπτώσεις είναι αυτές. Πως έχει αλλάξει η ζωή μας. Τι ακριβώς έχει αλλάξει. Και το σημαντικότερο, τι είναι το χειρότερο απ’ όλα.

Πιθανές απαντήσεις: «είμαστε φτωχοί», «είμαστε άνεργοι», «δεν μπορούμε να προσφέρουμε στα παιδιά μας τουλάχιστον ό,τι πρόσφεραν οι γονείς μας σε εμάς, ή και ακόμα κάτι παραπάνω», «έχουμε ανασφάλεια, δεν νιώθουμε σίγουροι, δεν ξέρουμε τι μας ξημερώνει», «μας εξοργίζει το γεγονός ότι κάποιοι άλλοι αποφασίζουν για εμάς» και πολλά άλλα. Απόλυτα σωστά, δεν μπορώ να πω τίποτα. Είναι όμως κάτι που βρίσκω ότι είναι χειρότερο όλων αυτών. Και για να σας το πω, θα πρέπει να σας πω μια αληθινή ιστορία.

Έχω μια γνωστή που έχει κάνει εγχείρηση καρδιάς. Σχετικά μεγάλη γυναίκα, λίγο πάνω από τα 60. Δεν κάνει να κουράζεται, όπως της έχει πει ο γιατρός. Αλλά άνθρωπος είναι και αυτή. Βλέπει μια ωραία μέρα έξω. Την έχει φάει η κλεισούρα. Θέλει να βγει να αναπνεύσει λίγο καθαρό αέρα. να κάνει ένα περίπατο ρε αδερφέ. Έστω και με όποιο ρυθμό της επιτρέπει η υγεία της. Ανθρώπινο.

Ξεκινάει λοιπόν ένα πρωινό μιας τέτοιας μέρας, να πάει να μαζέψει λίγα χόρτα για να τα δώσει στα παιδιά της να φάνε κάτι υγιεινό. Ξεχάστηκε περπατώντας, και κάνοντας και στάσεις για να μην πιεστεί, έφτασε πιο μακριά από ότι είχε σχεδιάσει μιας και εκεί κοντά δεν έβρισκε ραδίκια που ήθελε. Ξεμάκρυνε 2 χιλιόμετρα περίπου. Άρχισε να μαζεύει χόρτα για αρκετή ώρα. Με αυτά και αυτά, μεσημέριασε.  Άρχισε να την χτυπάει ο ήλιος στο κεφάλι και καθώς είχε περπατήσει και πολύ για τα δεδομένα της, άρχισε να νοιώθει δυσφορία. Φοβήθηκε. Το τι έγινε παρακάτω το έμαθα όταν πήγα να τη βρω και μου τα είπε.

Αφού τρόμαξε λοιπόν, αναζήτησε βοήθεια. Κοντά της ήταν ένα περίπτερο. Επειδή τα παιδιά της μένουν μακριά από το σπίτι της, σκέφτηκε εμένα που ήξερε ότι μένω σε απόσταση 5 λεπτών από το σημείο που βρισκόταν. «Αν είναι κάτι σοβαρό να με προλάβει κάποιος». Με παίρνει στο κινητό. Δεν μπορεί να πάρει ανάσα να μιλήσει. Τόσο είχε λαχανιάσει. Δίνει το κινητό της στον περιπτερά να μου μιλήσει, και τρέχω αμέσως να την πάρω. Με το που φτάνω ανακουφίζομαι. Την βλέπω καλά. Είχε απλά λαχανιάσει και ήταν καλύτερα τώρα. Αφού της βάζω χέρι που δεν προσέχει και μου λέει το φυσιολογικό, άνθρωπος είμαι και εγώ ζήλεψα να κάνω ένα περίπατο, με ευχαριστεί που έτρεξα να τη βοηθήσω.

Της λέω «Σιγά τώρα, μην το συζητάς. Άνθρωποι είμαστε, αλίμονο». Και τότε, μου είπε κάτι που μου έκοψε τα γόνατα:

«Ξέρω τι λέω εγώ. Από τον πανικό μου, δεν σκέφτηκα να πάω αμέσως στον περιπτερά. Προσπαθούσα επί 10 λεπτά, επειδή ταξί δεν πέρναγαν, να σταματήσω κάποιο περαστικό αμάξι να με πάρει μπας και προλάβω να πάω σε κανένα νοσοκομείο. Πέρασαν πάνω από 100 αμάξια και κανένα δεν σταμάτησε. Ακόμα και μία κοπελίτσα που σταμάτησε ακριβώς εδώ μπροστά μου να ψωνίσει κάτι από το περίπτερο, αρνήθηκε να με πάρει. Τι σκατά φοβούνται, έγω δεν είχα κουράγιο ούτε να μιλήσω».

Αυτό είναι το χειρότερο που έχουμε χάσει σαν άνθρωποι. Την ανθρωπιά μας.

Ή για να το θέσω καλύτερα: Ο κόσμος που έχουν δημιουργήσει για εμάς, η εγκληματικότητα που νομοτελιακά έχει φτάσει στα ύψη σε ένα τέτοιο είδος κοινωνίας, τα κανάλια της τηλεόρασης που μας πετάνε στη μούρη όλη μέρα και με κάθε τρόπο, όλες τις σκοτεινές πτυχές της ανθρώπινης ψυχής, και ό,τι άλλη ψυχολογική φθορά και αλλοίωση μπορεί να συνεπάγεται ένας κόσμος σαν το δικό μας, μας έχουν υποσυνείδητα πείσει ότι είναι επικίνδυνο να συμπεριφέρεσαι ως άνθρωπος με ανθρωπιά. Δεν αξίζει τον κόπο να πάρεις ένα τέτοιο ρίσκο. Καλύτερα να πεθάνει ο άλλος παρά εσύ.

Αυτή για μένα είναι η ρίζα του κακού. Γι’ αυτό ανεχόμαστε ακόμα αδικίες σε βάρος μας, που άλλοι, σε άλλες εποχές, θα είχαν κάνει με τη μία πόλεμο για να αποκαταστήσουν.

Όταν είσαι, και αισθάνεσαι άνθρωπος, δεν ανέχεσαι να σου πάρει κανείς την ανθρωπιά σου ή οποιοδήποτε άλλο αναφαίρετο δικαίωμα σου, και πολεμάς για αυτό.

Μήπως έχει έρθει η ώρα να πολεμήσουμε και εμείς, για να κερδίσουμε και πάλι την ελευθερία να είμαστε άνθρωποι;